- ὀρόβακχοι
- ὀρόβακχοςfruitsmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ορόβακχος — ὀρόβακχος, ὁ (Α) [ορόβαξ] 1. φρ. «ὀρόβακχοι σίδης» α) καρπός τής ροδιάς, το ρόδι β) δερμάτινα ασκιά 2. ως κύριο όν. Ὀρόβακχος βλ. Ορίβακχος … Dictionary of Greek